φωστήρας


φωστήρας
Προφορά

Ετυμολογία
φωστήρας μεταγενέστερη ελληνική φωστήρ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο φωστήρας

(μτφ. ) πλούσιος σε γνώσεις, πολυμαθής: είναι φωστήρας στα μαθηματικά
(μτφ. ) έξυπνος, τετραπέρατος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.