φωστήρας
Προφορά
Ετυμολογία
φωστήρας μεταγενέστερη ελληνική φωστήρ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο φωστήρας
✦ (μτφ. ) πλούσιος σε γνώσεις, πολυμαθής: είναι φωστήρας στα μαθηματικά
✦ (μτφ. ) έξυπνος, τετραπέρατος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–