φως


φως
Προφορά

Ετυμολογία
φως αρχαία ελληνική φῶς

Ερμηνεία
φως

✦ φυσικός παράγοντας, το αίτιο που διεγείρει το αισθητήριο της οράσεως, η ακτινοβολία που κάνει ορατά τα αντικείμενα: ηλιακό φως
✦ (συνεκδ.) η όραση: έχασε το φως του
✦ φωτιστικό μέσο, λαμπτήρας, λυχνία: άναψε το φως – τα φώτα του αυτοκινήτου
✦ λάμψη: άστραψε ένα φως
(μτφ. ) πληθ. φώτα, γνώσεις, παίδευση, σοφία: η Ελλάδα έδωσε τα φώτα του πολιτισμού στην Ευρώπη
✦ άγιο φως, το αναστάσιμο φως
✦ φρ. είδε το φως, έλαβε ύπαρξη – ήλθε στο φως, αποκαλύφθηκε – τα φώτα της δημοσιότητας, η δημοσιότητα – φως φανάρι, ολοφάνερο – του άλλαξε τα φώτα, τον ταλαιπώρησε
✦ (φυσ.) έτος φωτός, (αστρον.) μονάδα μήκους ίση με την απόσταση που διανύει το φως σε ένα έτος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.