φωνόμετρο


φωνόμετρο
Προφορά

Ετυμολογία
φωνόμετρο └γαλλ┘ phonometre

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το φωνόμετρο

✦ (Κ φωνόμετρον) όργανο για τη μέτρηση της οξύτητας της φωνής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.