φωνακλού Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply φωνακλούΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/6/φωνακλού.mp3Ετυμολογίαφωνακλού φωνάκλα (= μεγάλη φωνή) Ερμηνείαουσιαστικό└αρσενικό┘ ο φωνακλού ✦ θηλ. φωνακλού που συνηθίζει να μιλά δυνατά, να φωνασκεί: ευερέθιστος, καχύποπτος και φωνακλάς (Κ. Βάρναλης) Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–