φωνακλού


φωνακλού
Προφορά

Ετυμολογία
φωνακλού φωνάκλα (= μεγάλη φωνή)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο φωνακλού

✦ θηλ. φωνακλού που συνηθίζει να μιλά δυνατά, να φωνασκεί: ευερέθιστος, καχύποπτος και φωνακλάς (Κ. Βάρναλης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.