φωνακλάδικος
Προφορά
Ετυμολογία
φωνακλάδικος φωνακλάς
Ερμηνεία
└επίθετο┘ φωνακλάδικος -η, -ο
✦ που συνηθίζει να φωνάζει, να βάζει τις φωνές: φωνακλάδικο παιδί
✦ (μτφ. ) κραυγαλέος, έντονος (με αρνητ. σημ.): η τουριστική λαϊκή τέχνη… έχει γίνει θορυβώδης, εκκωφαντική, φωνακλάδικη… όσο και μονότονη, άχαρη, άγουστη και φρικαλέα (Χατζηκυριάκος – Γκίκας)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–