φωλιάζω


φωλιάζω
Προφορά

Ετυμολογία
φωλιάζω φωλιά

Ερμηνεία
ρήμα φωλιάζω

✦ μένω σε φωλιά ή χτίζω φωλιά: στην κουφάλα σου εφώλιασε μελίσσι, γέρικη ελιά (Λ. Μαβίλης)
(μτφ. ) κρύβομαι, τρυπώνω κάπου: πήγε και φώλιασε κάτω από τη σκάλα, για να αποφύγει την τιμωρία
(μτφ. ) εγκαθίσταμαι, καταφεύγω σε μέρος που μου δίνει την αίσθηση της φωλιάς, που είναι άνετο και ζεστό: φώλιασε στην αγκαλιά του – φώλιασε στα σκεπάσματα
✦ (μτφ. για συναισθήματα): φώλιασε το μίσος, η αγάπη κτλ. στην καρδιά του
✦ (μτφ. για τόπο) απομονωμένος ή προστατευμένος: το χωριό είναι φωλιασμένο στους λόφους – είναι ένα αμφιθέατρο φωλιασμένο πάνω στα πρώτα σκαλοπάτια του Παρνασσού (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.