φωλιά
Προφορά
Ετυμολογία
φωλιά αρχαία ελληνική φωλεά
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η φωλιά
✦ η κατοικία ζώων και ιδ. πουλιών
✦ (μτφ. ) απόκρυφο ή συμπαθητικό καταφύγιο
✦ φρ. έχει λερωμένη τη φωλιά του, είναι ένοχος για κάτι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–