φωλίτσα


φωλίτσα
Προφορά

Ετυμολογία
φωλίτσα υποκορ. του φωλιά

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η φωλίτσα

✦ μικρή φωλιά
(μτφ. ) απόμερο ή απόκρυφο καταφύγιο: ερωτική φωλίτσα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.