φυτώριο
Προφορά
Ετυμολογία
φυτώριο μεταγενέστερη ελληνική φυτώριον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το φυτώριο
✦ έκταση γης όπου αναπτύσσονται νεαρά φυτά για να μεταφυτευτούν αλλού
✦ (μτφ. ) περιβάλλον που ευνοεί την ανάπτυξη κοινής ιδεολογίας, μορφώσεως κτλ.: φυτώριο νέων καλλιτεχνών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–