φυτεύτρα


φυτεύτρα
Προφορά

Ετυμολογία
φυτεύτρα μεταγενέστερη ελληνική φυτευτής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο φυτεύτρα

✦ θηλ. φυτεύτρα αυτός που φυτεύει: έχουν μόνο φυτευτή κι έχουν περιβολάρη (Κ. Παλαμάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.