φυσητήρας
Προφορά
Ετυμολογία
φυσητήρας αρχαία ελληνική φυσητήρ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο φυσητήρας
✦ συσκευή που φυσά αέρα
✦ αγωγός που διοχετεύει αέρα σε καμίνους
✦ αναπνευστικό όργανο της φάλαινας
✦ είδος κήτους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–