φυσαλίδα
Προφορά
Ετυμολογία
φυσαλίδα μεταγενέστερη ελληνική φυσαλλίς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η φυσαλίδα
✦ σφαιρίδιο αέρα ή αερίου στην επιφάνεια υγρού, μπουρμπουλήθρα |(ιατρ.) κύστη στο δέρμα, φλύκταινα, φουσκάλα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–