φυμάτιο
Προφορά
Ετυμολογία
φυμάτιο αρχαία ελληνική φυμάτιον, υποκοριστικό του φύμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το φυμάτιο
✦ μικρό φύμα (βλ. λ.) |(ιατρ.) σωματίδιο που αναπτύσσεται στο παρέγχυμα ή στην επιφάνεια των ιστών και οφείλεται στην είσοδο και ανάπτυξη στον οργανισμό του βακίλου του Κοχ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–