φυλλίζω
Προφορά
Ετυμολογία
φυλλίζω μεταγενέστερη ελληνική φυλλίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ φυλλίζω
✦ αφαιρώ τα φύλλα
✦ (ναυτ.) για πανιά, που πέφτουν, παύουν να σχηματίζουν κολπώσεις: ο άνεμος τους ερχόταν μια στιγμή ενάντιος, έβλεπες τα πανιά τους να φυλλίζουν (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–