φυλετικότητα


φυλετικότητα
Προφορά

Ετυμολογία
φυλετικότητα φυλετικός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η φυλετικότητα

(βιολ.) το σύνολο των ειδικών ή εξωτερικών χαρακτήρων που παρουσιάζουν τα άτομα και που καθορίζονται από το φύλο τους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.