φυλαχτό


φυλαχτό
Προφορά

Ετυμολογία
φυλαχτό μεταγενέστερη ελληνική └ουσ┘ φυλακτόν, └ουδ┘ του επιθέτου φυλακτός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το φυλαχτό

✦ αντικείμενο για το οποίο πιστεύεται ότι προφυλάσσει τον κάτοχό του από κινδύνους και συμφορές: φυλαχτό απ’ αρρώστια, φυλαχτό από χάρο (Γ. Δροσίνης)

Συνώνυμα
φυλαχτάρι, χαϊμαλί
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.