φυλακισμένος


φυλακισμένος
Προφορά

Ετυμολογία
φυλακισμένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος φυλακίζω

Ερμηνεία
φυλακισμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -η, -ον) ο κλεισμένος σε φυλακή ως υπόδικος ή κατάδικος
(μτφ. ) ο περιορισμένος στο σπίτι του: οι γονείς της δεν την άφηναν να βγει, έμενε φυλακισμένη στο σπίτι
(μτφ. ) ο περιορισμένος, έγκλειστος κάπου: φυλακισμένο το πουλί στο κλουβί
✦ αρσ. κ. θηλ. ως ουσ., κρατούμενος στη φυλακή: ανταρσία των φυλακισμένων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.