φυγόστρατος


φυγόστρατος
Προφορά

Ετυμολογία
φυγόστρατος φεύγω + στρατός

Ερμηνεία
φυγόστρατος

✦ επίθ. που αποφεύγει τη στράτευση ή τις στρατιωτικές υποχρεώσεις: χωριά και πολιτείες γεμίσανε φυγόστρατους (Διδώ Σωτηρίου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.