φυγή
Προφορά
Ετυμολογία
φυγή αρχαία ελληνική φυγή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η φυγή
✦ κρυφή ή βιαστική απομάκρυνση, φευγιό, φευγάλα
✦ (ειδ.) άτακτη υποχώρηση στο πεδίο της μάχης
✦ (ειδ.) καταφυγή σε ξένη χώρα
✦ (μουσ.) είδος συνθέσεως, η φούγκα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–