φτωχαίνω
Προφορά
Ετυμολογία
φτωχαίνω όψιμο μεσαιωνική ελληνική φτωχένω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ φτωχαίνω
✦ (αμτβ.) γίνομαι φτωχός
✦ (μτφ. ) καθιστώ κάποιον ή κάτι ανεπαρκή, ελλιπή: φτωχαίνουν τη γλώσσα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
πλουταίνω, πλουτίζω
Επιρρήματα
–