φτουρώ
Προφορά
Ετυμολογία
φτουρώ └λατιν┘ obduro, με επίδρ. του φτάνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ φτουρώ -άς, -ά
✦ διαρκώ πολύ, επαρκώ
✦ γίνομαι γρήγορα: φτούρησε η δουλειά και τελειώσαμε πριν απ’ τις καλοκαιρινές διακοπές
✦ (μτφ. για πρόσ.) αναγνωρίζομαι, «έχω πέραση»: δεν φτουράει πια στο επάγγελμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–