φτιάνω


φτιάνω
Προφορά

Ετυμολογία
φτιάνω μεσαιωνική ελληνική φτιάνω

Ερμηνεία
φτιάνω

✦ κ. φτιάχνω ρ. (έφτ-ιασα κ. -ιαξα, φτιά-στηκα κ. -χτηκα, -σμένος κ. -γμένος) ταχτοποιώ, διορθώνω: φτιάχνω το σπίτι
✦ κατασκευάζω, δημιουργώ: θα φτιάξουν γέφυρα
✦ ασχολούμαι, καταγίνομαι με κάτι: όλη μέρα φτιάχνει φαγητά για τη γιορτή
✦ (αμτβ.) διορθώνομαι: έφτιαξε ο καιρός
✦ φρ. τα φτιά(χ)νω, συνάπτω ερωτικές σχέσεις ή συμφιλιώνομαι
✦ (μέσ.) φτιά(χ)νομαι, καλλωπίζομαι
✦ αποκαθίσταμαι οικονομικώς, κερδίζω πολλά χρήματα· (εύχρ. συν. στον αόρ. φτιάχτηκα)
✦ πίνω, μεθώ
✦ βρίσκομαι σε κατάσταση νάρκωσης ή αποχαύνωσης από χρήση ναρκωτικών
✦ μτχ. παθ. πρκμ. φτιαγμένος, -η, -ο ως επίθ., τεχνητός, μη φυσικός, νοθευμένος
✦ αποκαταστημένος οικονομικά
✦ πιωμένος, μεθυσμένος
✦ τοξικομανής σε κατάσταση νάρκωσης ή αποχαύνωσης από την επίδραση ναρκωτικών

Συνώνυμα
σιάζω
Αντίθετα
χαλώ
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.