φτηναίνω
Προφορά
Ετυμολογία
φτηναίνω αόρ. εφτήνυνα του φτηνύνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ φτηναίνω
✦ κατεβάζω τις τιμές εμπορευμάτων
✦ γίνομαι φτηνότερος: τελευταίως όλο και φτηναίνουν τα τρόφιμα
✦ (μτφ. ) γίνομαι ευτελής, ξεπέφτω: να ‘ξερες πόσο φτηναίνεις μ’ αυτά που λες
Συνώνυμα
υποτιμώ
Αντίθετα
ακριβαίνω, υπερτιμώ
Επιρρήματα
–