φτερωτός


φτερωτός
Προφορά

Ετυμολογία
φτερωτός αρχαία ελληνική πτερωτός

Ερμηνεία
επίθετο┘ φτερωτός -ή, -ό

✦ που έχει φτερά
✦ ο στολισμένος με φτερά
(μτφ. ) γρήγορος, γοργοπόδαρος
✦ θηλ. η φτερωτή ως ουσ., ο τροχός με πτερύγια του νερόμυλου κ. γεν. κάθε τροχός με πτερύγια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.