φτερουγώ


φτερουγώ
Προφορά

Ετυμολογία
φτερουγώ – Η ετυμολογία λείπει.

Ερμηνεία
φτερουγώ

✦ -άς, -ά ρ. φτερουγίζω (βλ. λ.)
✦ (κ. μτφ.) σκιρτώ, πάλλομαι από ταραχή: κοπέλα που η καρδιά της φτερουγάει (Ρ. Φιλύρας)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.