φτερουγίζω
Προφορά
Ετυμολογία
φτερουγίζω αρχαία ελληνική πτερυγίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ φτερουγίζω
✦ (για πουλιά κ. έντομα) κινώ τα φτερά προσπαθώντας να πετάξω
✦ πετώ
✦ (μτφ. ) σκιρτώ, πάλλομαι από συγκίνηση, ταραχή: φτερουγίζει η καρδιά μου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–