φτερνοκοπώ


φτερνοκοπώ
Προφορά

Ετυμολογία
φτερνοκοπώ φτέρνα + κόπτω

Ερμηνεία
ρήμα φτερνοκοπώ -άς, -ά

✦ χτυπώ με τη φτέρνα ή το σπιρούνι: ανακράτησε το άλογό του, το γύρισε πίσω και το φτερνοκόπησε (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.