φτασμένος


φτασμένος
Προφορά

Ετυμολογία
φτασμένος μτχ. παθ. πρκμ. του φτάνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ φτασμένος -η, -ο

✦ ενήλικος
✦ ο καλά αποκαταστημένος, ο αναγνωρισμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.