φρύγω
Προφορά
Ετυμολογία
φρύγω αρχαία ελληνική φρύγω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ φρύγω
✦ ξεροψήνω, φρυγανίζω
✦ καβουρντίζω
✦ (για τον ήλιο) ξεραίνω με τη θερμότητά μου: μένει ακίνητη κοιτάζοντας το φρυγμένο χόρτο εκεί που γλίστρησε η δεντρογαλιά (Γ. Σεφέρης) – ώσπου φτάνει το μάτι η φρυγμένη γη ξαπλωνόταν στην ξερή απελπισία της (Μ. Καραγάτσης)
✦ (μτφ. για δίψα) καίγομαι, ξεραίνομαι από δίψα: τα μάτια του είναι γυρισμένα προς τα μέσα, προς αυτή τη δίψα που τον φρύγει και τον πνίγει (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–
Pingback: Φρυγαδέλια στο φούρνο: ένας γενναίος μεζές | Pandespani