φρύγανο


φρύγανο
Προφορά

Ετυμολογία
φρύγανο αρχαία ελληνική φρύγανον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το φρύγανο

✦ ξερό κλαδί ή θάμνος για κάψιμο (εύχρ. ιδ. στον πληθ.): μάζεψε φρύγανα για τη φωτιά του δείπνου (Γ. Γεραλής)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.