φρουρά
Προφορά
Ετυμολογία
φρουρά αρχαία ελληνική φρουρά
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η φρουρά
✦ φρούρηση, φύλαξη
✦ ομάδα προσώπων, ιδ. στρατιωτικών, για τη φύλαξη ιδρύματος, θέσεως ή προσώπου
✦ το σύνολο των στρατευμάτων που εδρεύουν σε μια πόλη
✦ η υπηρεσία του φρουρού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–