φρου φρου
Προφορά
Ετυμολογία
φρου φρου └γαλλ┘ froufrou, ηχομίμητη λ.
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το φρου φρου
✦ ο ελαφρός ήχος από το φόρεμα γυναίκας στο βάδισμά της
✦ φραμπαλάς
✦ (ως επίρρ.) γρήγορα
✦ φρ. είναι φρου φρου και αρώματα, για γυναίκα που φροντίζει την εμφάνισή της
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–