φροντιστής


φροντιστής
Προφορά

Ετυμολογία
φροντιστής αρχαία ελληνική φροντιστής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο φροντιστής

✦ που φροντίζει για κάποιον ή για κάτι, επιμελητής
✦ διευθυντής ή καθηγητής φροντιστηρίου
✦ υπάλληλος θεάτρου επιφορτισμένος με την προμήθεια και φύλαξη των ειδών που απαιτούνται για την παράσταση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.