φροντίζω


φροντίζω
Προφορά

Ετυμολογία
φροντίζω αρχαία ελληνική φροντίζω

Ερμηνεία
ρήμα φροντίζω

✦ μεριμνώ, ενδιαφέρομαι για κάποιον ή για κάτι
✦ περιποιούμαι κάποιον: φροντίζει τον άρρωστο
✦ κάνω ό,τι είναι απαραίτητο, για να βρίσκεται κάτι σε καλή κατάσταση: φροντίζει το αυτοκίνητο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.