φρικάρω
Προφορά
Ετυμολογία
φρικάρω └αγγλ┘freak
Ερμηνεία
└ρήμα┘ φρικάρω
✦ (αργκό) η λ. χρησιμοποιείται για να περιγράψει την περίεργη συναισθηματική κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι ναρκομανείς, όταν περάσει η επήρεια δυνατού ναρκωτικού
✦ (γεν.) φρίττω (βλ. λ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–