φρεσκοπλυμένος


φρεσκοπλυμένος
Προφορά

Ετυμολογία
φρεσκοπλυμένος φρέσκος + πλένω

Ερμηνεία
επίθετο┘ φρεσκοπλυμένος -η, -ο

✦ που πλύθηκε πριν από λίγο
✦ (για έδαφος) που μόλις ποτίστηκε από τη βροχή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.