φρεσκάρω


φρεσκάρω
Προφορά

Ετυμολογία
φρεσκάρω └ιταλ┘frescare

Ερμηνεία
ρήμα φρεσκάρω

✦ κάνω κάτι νωπό, δροσερό
✦ (συνεκδ.) ανανεώνω, ανακαινίζω
✦ (αμτβ. για άνεμο ή ατμοσφαιρική κατάσταση) γίνομαι δροσερότερος, ψυχρότερος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.