φρεσκάδα
Προφορά
Ετυμολογία
φρεσκάδα φρέσκος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η φρεσκάδα
✦ δροσερότητα, νωπότητα
✦ (μτφ. ) ευφορία, ευδιαθεσία
✦ (μτφ. ) πνευματική διαύγεια: μου είχε κάνει εντύπωση η σχεδόν νεανική συγκίνηση του ηλικιωμένου εκείνου ανθρώπου, η φρεσκάδα της αντίληψής του (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–