φρενιάζω
Προφορά
Ετυμολογία
φρενιάζω φρένες
Ερμηνεία
└ρήμα┘ φρενιάζω
✦ κάνω κάποιον έξαλλο, εξοργίζω σε υπερβολικό βαθμό
✦ (αμτβ.) γίνομαι έξαλλος, έξω φρενών: μεθάει και σκούζει και φρενιάζει της γυφτουριάς το πανηγύρι (Κ. Παλαμάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–