φρενίτιδα


φρενίτιδα
Προφορά

Ετυμολογία
φρενίτιδα αρχαία ελληνική φρενῖτις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η φρενίτιδα

✦ φλεγμονή του εγκεφάλου
✦ παραλήρημα από εγκεφαλίτιδα ή μηνιγγίτιδα
✦ διατάραξη φρενών, φρενοπάθεια
(μτφ. ) έξαλλη χαρά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.