φρενάρω


φρενάρω
Προφορά

Ετυμολογία
φρενάρω φρένο

Ερμηνεία
ρήμα φρενάρω

✦ πατώ φρένο για να επιβραδύνω ή να σταματήσω την πορεία οχήματος
(μτφ. ) εμποδίζω, συγκρατώ κάποιον από το να κάνει κάτι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.