φρενάρω Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply φρενάρωΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/6/φρενάρω.mp3Ετυμολογίαφρενάρω φρένο Ερμηνεία└ρήμα┘ φρενάρω ✦ πατώ φρένο για να επιβραδύνω ή να σταματήσω την πορεία οχήματος ✦ (μτφ. ) εμποδίζω, συγκρατώ κάποιον από το να κάνει κάτι Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–