φραγμός


φραγμός
Προφορά

Ετυμολογία
φραγμός αρχαία ελληνική φραγμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο φραγμός

✦ φράχτης
(μτφ. ) καθετί που αναχαιτίζει, παρεμποδίζει: δεν έχει φραγμό στις παρορμήσεις του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.