φρίττω


φρίττω
Προφορά

Ετυμολογία
φρίττω αρχαία ελληνική φρίσσω

Ερμηνεία
φρίττω

✦ κ. φρίσσω ρ. (έφριξα) (για πρόσ.) ανατριχιάζω από πυρετό, φόβο, συγκίνηση
✦ (συνεκδ.) κυριεύομαι από φρίκη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.