φρίττω Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply φρίττωΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/6/φρίττω.mp3Ετυμολογίαφρίττω αρχαία ελληνική φρίσσω Ερμηνεία φρίττω ✦ κ. φρίσσω ρ. (έφριξα) (για πρόσ.) ανατριχιάζω από πυρετό, φόβο, συγκίνηση ✦ (συνεκδ.) κυριεύομαι από φρίκη Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–