
φρίκη
Προφορά
Ετυμολογία
φρίκη αρχαία ελληνική φρίκη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η φρίκη
✦ αίσθημα τρόμου ή αποτροπιασμού
✦ πράγμα φριχτό
✦ ως χαρακτηρισμός για πρόσωπο ή πράγμα που προκαλεί απέχθεια ή δυσαρέσκεια: τα ρούχα του ήταν φρίκη – ο φίλος του είναι φρίκη
✦ ως επιφών. φρίκη!, τι φριχτό πράγμα!: έδειρε το παιδί της. Φρίκη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–