φρέσκος


φρέσκος
Προφορά

Ετυμολογία
φρέσκος └ιταλ┘fresco

Ερμηνεία
φρέσκος

✦ -η κ. -ια, -ο επίθ. (για τρόφιμα) αυτός που πρόσφατα παρασκευάστηκε, παρήχθη ή συνελέγη: φρέσκα αβγά – ψάρια – φρέσκο ψωμί (που πριν από λίγο ψήθηκε)
✦ (για τρόφιμα) που δεν έχει υποστεί διαδικασία συντήρησης: φρέσκα λαχανικά – φρέσκο κρέας
✦ (για νερό) που δεν έχει μείνει πολύ ώρα σε δοχείο: μην βάζεις απ’ αυτό το μπουκάλι νερό, γιατί έχει μείνει μέρες στο ψυγείο και δεν είναι φρέσκο
✦ (για αέρα) δροσερός, καθαρός: φυσάει φρέσκο αεράκι – άνοιξε να μπει φρέσκος αέρας
✦ (για μπογιά, χρώμα) που μόλις έχει χρησιμοποιηθεί και δεν έχει στεγνώσει ακόμα
(μτφ. ) ανανεωμένος, με σφρίγος: φρέσκος, μετά τον μεσημεριανό ύπνο, καταπιάστηκε με τις δουλειές
(μτφ. ) ο με πνευματική διαύγεια, πνευματικά γόνιμος: φρέσκο μυαλό
✦ ουδ. το φρέσκο ως ουσ. (βλ. λ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα
μπαγιάτικος ,κατεψυγμένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.