φρένες
Προφορά
Ετυμολογία
φρένες αρχαία ελληνική φρένες, πληθ. του φρην, φρενός
Ερμηνεία
φρένες
✦ ουσ. ο νους, το λογικό: υγείαν φρενών πρέπει να αποκτήσεις (Χατζηκυριάκος – Γκίκας)
✦ φρ. έξω φρενών, εκτός εαυτού, σε έξαλλη κατάσταση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–