φράζω


φράζω
Προφορά

Ετυμολογία
φράζω μεσαιωνική ελληνική φράζω

Ερμηνεία
ρήμα φράζω

✦ περικλείνω ή αποκλείω με φράχτη: σε μια γωνιά που θα τη φράζουν σκοίνα και καλάμια (Α. Δικταίος)
✦ αποκλείω δίοδο, πέρασμα: υπάρχουν δυο χέρια που φράζουν το δρόμο μας (Μ. Δημάκης)
✦ φρ. του ‘φραξε το στόμα, τον αποστόμωσε
✦ (αμτβ.) βουλώνω: έφραξε ο νεροχύτης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.