φούσκος


φούσκος
Προφορά

Ετυμολογία
φούσκος φουσκώνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο φούσκος

✦ ισχυρό ράπισμα, μπάτσος, σφαλιάρα
✦ (ναυτ.) πλέγμα από σχοινιά στα πλευρά πλοίου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.