φούρκα


φούρκα
Προφορά

Ετυμολογία
φούρκα μεσαιωνική ελληνική φούρκα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η φούρκα

✦ διχαλωτός πάσσαλος
✦ ζεύγος δοκαριών σε σχήμα Τ ή σταυρού
✦ αγχόνη, κρεμάλα: να κόψει τα σκοινιά της φούρκας όπου είχανε κρεμασμένους δυο χριστιανούς (Π. Πρεβελάκης)
✦ θυμός χωρίς εκδηλώσεις παραφοράς, μνησικακία: μέσα του, ασύνειδα, σιγόβραζε η συγκρατημένη φούρκα (Άγγ. Τερζάκης)

Συνώνυμα
πίκα
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.