φούρια
Προφορά
Ετυμολογία
φούρια └ιταλ┘furia (= τρέλα)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η φούρια
✦ σπουδή, βιασύνη: με μεγάλη φούρια… άρχισε να δίνει διαταγές και να σπρώχνει έξω τους στρατιώτες (Γ. Θεοτοκάς)
✦ ορμή, σφοδρότητα: τον έσπρωξε με φούρια κι έφυγε
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–